Jorge Luis Borges - Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας - Ο καθρέφτης από μελάνι (El espejo de tinta)
Η ιστορία γνωρίζει πως ο πιό σκληρός από τους κυβερνήτες του Σουδάν
ήταν ο Γιακούμπ ο Φιλάσθενος, που παρέδωσε τη χώρα του στις ανομίες των
αιγύπτιων φοροεισπρακτόρων και πέθανε σε μια αίθουσα του παλατιού, το
1842, την 41η μέρα του μήνα Μπαρμαχάτ. Ορισμένοι υπαινίσσονται πως ο
μάγος Αμπντελραχμάν ελ Μασμούντι (το όνομά του μπορεί να μεταφραστεί
Δούλος του Ελεήμονος) τον σκότωσε με σίδερο ή με φαρμάκι, αλλά πιο
πιθανός είναι ο φυσικός θάνατος, αφού τον έλεγαν Φιλάσθενο. Εν πάση
περιπτώσει, ο λοχαγός Ρίτσαρντ Φράνσις Μπέρτον είχε την ευκαιρία να
συζητήσει με το μάγο το 1853, κι ο μάγος του είπε τα εξής:
"Είναι
αλήθεια πως φυλακίστηκα στο φρούριο του Γιακούμπ του Φιλάσθενου, μετά
από μια συνωμοσία που είχε εξυφάνει ο αδελφός μου, Ιμπραήμ, με τη δόλια
και ανώφελη συνέργεια των μαύρων αρχηγών του Κορντοφάν, οι οποίοι και
τον κατέδωσαν. Ο αδελφός μου θανατώθηκε με το σπαθί, πάνω στο ματωμένο
πετσί της δικαιοσύνης, αλλά εγώ έπεσα στα μισητά πόδια του Φιλάσθενου
και του είπα ότι ήμουν μάγος και ότι, αν μου χάριζε τη ζωή, θα του
'δειχνα μορφές και οπτασίες, πιο θαυμαστές ακόμα κι απ' αυτές του
φανούζι τζιγιάλ (μαγικός φανός). Ο τύραννος μου ζήτησε να του κάνω μια
επίδειξη επιτόπου. Ζήτησα έναν κονδυλοφόρο, ένα ψαλίδι, ένα μεγάλο φύλλο
βενετσιάνικο χαρτί, ένα κέρατο γεμάτο μελάνι, ένα μαγκάλ, λίγους
σπόρους κόλιανδρο και μια ουγκιά λιβάνι. Έκοψα το χαρτί σε έξι λουρίδες,
έγραψα στις πέντε πρώτες προσευχές και ξόρκια, και στην τελευταία, αυτά
τα λόγια που υπάρχουν στο τιμημένο Κοράνι:"Ανασηκώσαμε το πέπλο σου,
και των ματιών σου το βλέμμα είναι διαπεραστικό". Ύστερα, σχεδίασα ένα
μαγικό τετράγωνο στη δεξιά παλάμη του Γιακούμπ, τον παρακάλεσα να τη
μισοκλείσει, κι έσταξα στη φούχτα του έναν κύκλο μελάνι. Τον ρώτησα αν
έβλεπε καθαρά το είδωλό του μέσα στον κύκλο, και μου αποκρίθηκε πως ναι.
Του είπα να μη σηκώσει τα μάτια. Μετά έκαψα το λιβάνι και τον
κόλιανδρο, κι έριξα τα ξόρκια στο μαγκάλι. Του ζήτησα να μου πει τη
μορφή που ήθελε να δει. Αφού σκέφτηκε λιγάκι, μου είπε ένα άγριο άλογο,
το πιο ωραίο απ' όσα έβοσκαν στα λιβάδια γύρω από την έρημο. Κοίταξε
και είδε τον πράσινο και ήσυχο κάμπο, κι ύστερα ένα άλογο που πήρε να
ζυγώνει, γοργό σαν λεοπάρδαλη, μ' ένα άσπρο άστρο στο κούτελο. Μου
ζήτησε ένα κοπάδι άλογα, τέλεια σαν το πρώτο, και είδε στον ορίζοντα ένα
τεράστιο σύννεφο σκόνη, κι αμέσως μετά το κοπάδι. Κατάλαβα πως η ζωή
μου είχε σωθεί.
Πρίν καλά καλά ξημερώσει, δυο στρατιώτες μπήκαν
στο κελλί μου και με οδήγησαν στην κάμαρα του Φιλάσθενου, όπου ήδη με
περίμεναν το λιβάνι, το μαγκάλι και το μελάνι. Μου ζήτησε - και του
έδειξα - όλες τις οπτασίες του κόσμου. Αυτός ο μισητός νεκρός είχε στην
φούχτα του όλα όσα έχουν δει οι πεθαμένοι και όλα όσα βλέπουν οι
ζωντανοί: τις πολιτείες, τα κλίματα, και τα βασίλεια στα οποία χωρίζεται
η γη, τους θησαυρούς που κρύβει η γη στα έγκατά της, τα καράβια που
διασχίζουν τις θάλασσες, τα σύνεργα του πολέμου, της μουσικής και της
χειρουργικής, τις όμορφες γυναίκες, τα απλανή και τους πλανήτες, τα
χρώματα που χησιμοποιούν οι Άπιστοι για να ζωγραφίζουν τους ανόσιους
πίνακές τους, τα μέταλλα και τα φυτά με όλες τις ιδιότητες και τα
μυστικά τους, τους αγγέλους από ασήμι που τρέφονται με τους ύμνους στον
Κύριο, την απονομή των βραβείων στις σχολές, τα αγάλματα πουλιών και
βασιλέων που υπάρχουν στην καρδιά των πυραμίδων, τη σκιά του ταύρου που
κρατάει τη Γη, καθώς και του ψαριού κάτω απ' τον ταύρο, τις ερήμους του
Θεού του Φιλεύσπλαχνου. Είδε πράγματα που δεν περιγράφονται, όπως τους
δρόμους που φωτίζονται με γκάζι, ή την φάλαινα που πεθαίνει όταν ακούει
ανθρώπινη κραυγή. Μια φορά, με πρόσταξε να του δείξω την πόλη που τη
λένε Ευρώπη. Του έδειξα τον κεντρικό της δρόμο, και θαρρώ πως σ' αυτό το
πολύβουο ποτάμι των ανθρώπων, που όλοι τους φορούσαν μαύρα και πολλοί
ήταν με γυαλιά, είδε για πρώτη φορά τον Μασκοφόρο.
Από τότε, αυτός
ο Μασκοφόρος, που πότε φορούσε σουδανέζικα και πότε στρατιωτική στολή
αλλά είχε πάντα ένα πανί στο πρόσωπο, δεν έλειψε ποτέ από κανένα όραμα.
Δεν μπορούσαμε ούτε να τον αποφύγουμε, μα ούτε και να καταλάβουμε ποιός
ήταν. Πρέπει να σας πω, ότι τα είδωλα αυτού του καθρέφτη, που στην αρχή
ήταν στιγμιαία ή ακίνητα, τώρα ήταν πιο σύνθετα΄ με υπάκουαν αμέσως, κι ο
τύραννος τα έβλεπε όλα πεντακάθαρα. Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η ιστορία
μας εξαντλούσε και τους δυο. Άλλη αιτία κόπωσης ήταν και ο αποτρόπαιος
χαρακτήρας ορισμένων σκηνών: τιμωρίες, εκτελέσεις, ακρωτηριασμοί,
απολαύσεις του σκληρού και του δήμιου.
Έτσι φτάνουμε στο ξημέρωμα
της 14ης μέρας του Μπαρμαχάτ. Ο κύκλος από μελάνι ήταν στη φούχτα του
Γιακούμπ΄ το λιβάνι, στο μαγκάλι΄ τα ξόρκια, στάχτη. Ήμαστε μόνοι οι δυο
μας. Ο Φιλάσθενος μου παράγγειλε να του δείξω μιαν αμείλικτη και δίκαιη
τιμωρία, γιατί η καρδιά του, εκείνη τη μέρα, ήθελε να δει ένα θάνατο.
Του έδειξα τους στρατιώτες με τα ταμπούρλα τους, το τεντωμένο πετσί,
τους πανευτυχείς θεατές, το δήμιο με τη σπάθα της δικαιοσύνης.
Ξαφνιάστηκε όταν τον αναγνώρισε, και μου είπε: "Μα είναι ο Αμπού Κιρ,
αυτός που εκτέλεσε τον αδερφό σου τον Ιμπραήμ, κι ο ίδιος που θα
σφραγίσει τη μοίρα σου όταν θα χω μάθει πια τον τρόπο να εμφανίζω αυτά
τα οράματα χωρίς να σε χρειάζομαι". Μου ζήτησε να φέρουν τον κατάδικο.
Όταν τον έφεραν, σώπασε, γιατί ήταν το μυστηριώδες πρόσωπο με το άσπρο
πανί. Με πρόσταξε, πριν τον σκοτώσουν, να του βγάλουν την μάσκα. Ρίχτηκα
στα πόδια του και του είπα: "Ω βασιλιά του Χρόνου ουσία και σύνολο του
αιώνα, αυτή η μορφή δεν είναι σαν τις άλλες, γιατί μήτε το ονομά του
ξέρουμε, μήτε τ' όνομα των προγόνων του μήτε την πατρίδα του, και δεν
τολμώ να επέμβω μήπως κάνω κάποιο λάθος για το οποίο θα χρειαστεί να
δώσω λόγο" Ο Φιλάσθενος έβαλε τα γέλια κι ορκίστηκε πως, αν γινόταν
κάποιο λάθος, το κρίμα θα το' παιρνε πάνω του. Το ορκίστηκε στο σπαθί
του και στο Κοράνι. Τότε, πρόσταξα να γδύσουν τον κατάδικο, να τον
δέσουν στο τεντωμένο πετσί και να του βγάλουν τη μάσκα. Έτσι κι έγινε.
Τα έντρομα μάτια του Γιακούμπ μπόρεσαν επιτέλους να δουν εκείνο το
πρόσωπο: ήταν το δικό του. Ο φόβος τον πλημμύρισε κι η τρέλα. Του έπιασα
το τρεμάμενο δεξί του χέρι με το δικό μου που δεν έτρεμε, και τον
πρόσταξα να συνεχίσει να βλέπει την εκτέλεσή του. Ο καθρέφτης τον είχε
κυριεύσει: δεν έκανε ούτε καν προσπάθεια να σηκώσει τα μάτια ή να χύσει
το μελάνι. Όταν, στο όραμα, η σπάθα έπεσε πάνω στο ένοχο κεφάλι, βόγκηξε
με μια φωνή που μ' άφησε ασυγκίνητο, και κυλίστηκε στο πάτωμα, νεκρός.
Δόξα σ' αυτόν που δεν πεθαίνει και κρατάει στα χέρια του τα δυο κλειδιά της απεριόπιστης Συγγνώμης και της αιώνιας Τιμωρίας.
Από το βιβλίο Τhe Lake Regions of Equatorial Africa
του Ρίτσαρντ Φράνσις Μπέρτον.