Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Charles Bukowski, The Last Night of the Earth Poems


THIS 
self-congratulatory nonsense as the
famous gather to applaud their seeming
greatness
you
wonder where 
the real ones are
what 
giant cave
hides them
as
the deathly talentless
bow to
accolades
as
the fools are
fooled
again
you 
wonder where 
the real ones are
if there are
real ones.
this self-congratulatory nonsense
has lasted 
decades
and
with some exceptions
centuries.
this
is so dreary
is so absolutely pitiless
it
churns the gut to 
powder
shackles hope
it 
makes little things
like
pulling up a shade
or
putting on your shoes
or 
walking out on the street
more difficult
near 
damnable
as
the famous gather to
applaud their
seeming
greatness
as 
the fools are
fooled 
again
humanity 
you sick 
motherfucker.

Charles Bukowski,
The Last Night of the Earth Poems

Γ.Σεφέρη - Όπου και να ταξιδέψω

 

Γ.Σεφέρη - Όπου και να ταξιδέψω


 Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαϊτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους
στο ξενοδοχείο της "Ωραίας Ελένης του Μενελάου"
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως "έρχεται εξ Ομονοίας"
"Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είν' ευχαριστημένος
"βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό".
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν "σωσίτριχα" φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
το καράβι που ταξιδεύει το λένε - ΑΓΩΝΙΑ 937
Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936

Jorge Luis Borges - Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας - Η Ιστορία των δυο που ονειρεύτηκαν

 

Jorge Luis Borges - Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας - Η Ιστορία των δυο που ονειρεύτηκαν (Historia de los dos que soñaron)

Ο άραβας ιστορικός Ελ Ισάκι αναφέρει αυτό το γεγονός:
    "Άνθρωποι αξιόπιστοι αφηγούνται (μα ο Αλλάχ μονάχα είναι παντογνώστης και πανίσχυρος και πανελεήμων και ακοίμητος) πως στο Κάιρο ζούσε κάποιος με αμύθητα πλούτη, αλλά τόσο μεγαλόψυχος και γενναιόδωρος, ώστε τα 'χασε όλα εκτός από το πατρικό του σπίτι κι αναγκάστηκε να δουλέψει για να βγάζει το ψωμί του. Δούλεψε τόσο σκληρά, ώστε μια νύχτα τον πήρε ο ύπνος κάτω από μια συκιά του κήπου του, και είδε στ' όνειρό του έναν μουσκεμένο άντρα που έβγαλε απ' το στόμα του ένα χρυσό φλουρί και του είπε: "Η τύχη σου είναι στην Περσία, στο Ισπαχάν΄ τράβα να τη βρεις". Το πρωί, ξύπνισε, ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι κι έζησε τουσ κινδύνους της ερήμου, των καραβιών, των πειρατών, των ειδωλολατρών, των ποταμών, των άγριων θηρίων και των ανθρώπων. Κάποτε, έφτασε στο Ισπαχάν, αλλά η νύχτα τον βρήκε μέσα στα τείχη της πόλης, κι έπεσε να κοιμηθεί στο προαύλιο ενός τζαμιού. Δίπλα στο τζαμί ήταν ένα σπίτι, κι ο Παντοδύναμος Θεός το θέλησε, κάποιοι κλέφτες να διασχίσουν το τζαμί και να μπουν στο σπίτι. Οι άνθρωποι που κοιμόνταν μέσα, ξύπνησαν απ' τη φασαρία που έκαναν οι κλέφτες, και φώναξαν βοήθεια. Φώναξαν κι οι γείτονες, ώσπου ο χωροφύλακας που περιπολούσε εκεί γύρω, έτρξε με τους άνδρες του, και οι κλέφτες το ' σκασαν απ' την ταράτσα. Ο αξιωματικός έβαλε να ψάξουν το τζαμί, κι εκεί έπεσαν στον άνθρωπο απ' το Κάιρο και τον τσάκισαν τόσο πολύ στο ξύλο με τα καλάμια, που παραλίγο να τον σκοτώσουν. Σε δύο μέρες, συνήλθε στη φυλακή. Ο αξιωματικός τον κάλεσε μπροστά του και του είπε: "Ποιός είσαι και πουθ' έρχεσαι;" Ο άλλος απάντησε: "Είμαι από την ξακουστή πόλη του Καίρου, και τ' όνομά μου είναι Μοχάμεντ ελ Μακρέμπι". Ο αξιωματικός τον ρώτησε: "Και τι σ' έφερε στην Περσία;" Ο άλλος προτίμησε να πει την αλήθεια: "Κάποιος στ' όνειρό μου με πρόσταξε να 'ρθω στο Ισπαχάν, γιατί εδώ ειν' η τύχη μου. Να με, λοιπόν, στο Ισπαχάν, κι απ' ό,τι βλέπω, η περιουσία που μου 'ταξε, πρέπει να 'ναι αυτές οι ξυλιές που μου δώσατε τόσο πλουσιοπάροχα".
  Ακούγοντας αυτά, ο αξιωματικός γέλασε τόσο πολύ ώστε φάνηκαν οθ φρονιμίτες του, και είπε στο τέλος:"Άνθρωπε ευκολόπιστε και άμυαλε, τρεις φορές ονειρεύτηκα ένα σπίτι στο Κάιρο, ακι στο βάθος του σπιτιού έναν κήπο, και στον κήπο ένα ηλιακό ρολόι, και πίσω απ' το ηλιακό ρολόι μια συκιά, και μετά τη συκιά μια βρύση, και κάτω απ' τη βρύση ένα θησαυρό. Ένα τέτοιο ψέμα, ούτε που το πίστεψα. Εσύ, όμως, γέννημα απ' το σμίξιμο μιας μούλας μ' ένα δαίμονα, έπιασες να γυρίζεις από πόλη σε πόλη επειδή πίστεψες στ' όνειρό σου. Να μη σε ξαναδώ στο Ισπαχάν. Πάρε αυτά τα λεφτά και φύγε!"
  Ο άνθρωπος τα πήρε και γύρισε στον τόπο του. Στον κήπο του, κάτω απ' τη βρύση (τη βρύση που είδε στ' όνειρό του ο χωροφύλακας), βρήκε και ξάθαψε το θησαυρό. ¨Ετσι ο Θεός τον ευλόγησε, τον αντάμειψε και τον εξύψωσε. Ο Θεός είναι ο Γενναιόδωρος, ο Απόκρυφος".

Από τις Χίλιες και μία νύχτες - 351η νύχτα.

Jorge Luis Borges - Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας - Ο καθρέφτης από μελάνι



Jorge Luis Borges - Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας - Ο καθρέφτης από μελάνι (El espejo de tinta)


Η ιστορία γνωρίζει πως ο πιό σκληρός από τους κυβερνήτες του Σουδάν ήταν ο Γιακούμπ ο Φιλάσθενος, που παρέδωσε τη χώρα του στις ανομίες των αιγύπτιων φοροεισπρακτόρων και πέθανε σε μια αίθουσα του παλατιού, το 1842, την 41η μέρα του μήνα Μπαρμαχάτ. Ορισμένοι υπαινίσσονται πως ο μάγος Αμπντελραχμάν ελ Μασμούντι (το όνομά του μπορεί να μεταφραστεί Δούλος του Ελεήμονος) τον σκότωσε με σίδερο ή με φαρμάκι, αλλά πιο πιθανός είναι ο φυσικός θάνατος, αφού τον έλεγαν Φιλάσθενο. Εν πάση περιπτώσει, ο λοχαγός Ρίτσαρντ Φράνσις Μπέρτον είχε την ευκαιρία να συζητήσει με το μάγο το 1853, κι ο μάγος του είπε τα εξής:
"Είναι αλήθεια πως φυλακίστηκα στο φρούριο του Γιακούμπ του Φιλάσθενου, μετά από μια συνωμοσία που είχε εξυφάνει ο αδελφός μου, Ιμπραήμ, με τη δόλια και ανώφελη συνέργεια των μαύρων αρχηγών του Κορντοφάν, οι οποίοι και τον κατέδωσαν. Ο αδελφός μου θανατώθηκε με το σπαθί, πάνω στο ματωμένο πετσί της δικαιοσύνης, αλλά εγώ έπεσα στα μισητά πόδια του Φιλάσθενου και του είπα ότι ήμουν μάγος και ότι, αν μου χάριζε τη ζωή, θα του 'δειχνα μορφές και οπτασίες, πιο θαυμαστές ακόμα κι απ' αυτές του φανούζι τζιγιάλ (μαγικός φανός). Ο τύραννος μου ζήτησε να του κάνω μια επίδειξη επιτόπου. Ζήτησα έναν κονδυλοφόρο, ένα ψαλίδι, ένα μεγάλο φύλλο βενετσιάνικο χαρτί, ένα κέρατο γεμάτο μελάνι, ένα μαγκάλ, λίγους σπόρους κόλιανδρο και μια ουγκιά λιβάνι. Έκοψα το χαρτί σε έξι λουρίδες, έγραψα στις πέντε πρώτες προσευχές και ξόρκια, και στην τελευταία, αυτά τα λόγια που υπάρχουν στο τιμημένο Κοράνι:"Ανασηκώσαμε το πέπλο σου, και των ματιών σου το βλέμμα είναι διαπεραστικό". Ύστερα, σχεδίασα ένα μαγικό τετράγωνο στη δεξιά παλάμη του Γιακούμπ, τον παρακάλεσα να τη μισοκλείσει, κι έσταξα στη φούχτα του έναν κύκλο μελάνι. Τον ρώτησα αν έβλεπε καθαρά το είδωλό του μέσα στον κύκλο, και μου αποκρίθηκε πως ναι. Του είπα να μη σηκώσει τα μάτια. Μετά έκαψα το λιβάνι και τον κόλιανδρο, κι έριξα τα ξόρκια στο μαγκάλι. Του ζήτησα να μου πει τη μορφή που ήθελε να δει.  Αφού σκέφτηκε λιγάκι, μου είπε ένα άγριο άλογο, το πιο ωραίο απ' όσα έβοσκαν στα λιβάδια γύρω από την έρημο. Κοίταξε και είδε τον πράσινο και ήσυχο κάμπο, κι ύστερα ένα άλογο που πήρε να ζυγώνει, γοργό σαν λεοπάρδαλη, μ' ένα άσπρο άστρο στο κούτελο. Μου ζήτησε ένα κοπάδι άλογα, τέλεια σαν το πρώτο, και είδε στον ορίζοντα ένα τεράστιο σύννεφο σκόνη, κι αμέσως μετά το κοπάδι. Κατάλαβα πως η ζωή μου είχε σωθεί.
Πρίν καλά καλά ξημερώσει, δυο στρατιώτες μπήκαν στο κελλί μου και με οδήγησαν στην κάμαρα του Φιλάσθενου, όπου ήδη με περίμεναν το λιβάνι, το μαγκάλι και το μελάνι. Μου ζήτησε - και του έδειξα - όλες τις οπτασίες του κόσμου. Αυτός ο μισητός νεκρός είχε στην φούχτα του όλα όσα έχουν δει οι πεθαμένοι και όλα όσα βλέπουν οι ζωντανοί: τις πολιτείες, τα κλίματα, και τα βασίλεια στα οποία χωρίζεται η γη, τους θησαυρούς που κρύβει η γη στα έγκατά της, τα καράβια που διασχίζουν τις θάλασσες, τα σύνεργα του πολέμου, της μουσικής και  της χειρουργικής, τις όμορφες γυναίκες, τα απλανή και τους πλανήτες, τα χρώματα που χησιμοποιούν οι Άπιστοι για να ζωγραφίζουν τους ανόσιους πίνακές τους, τα μέταλλα και τα φυτά με όλες τις ιδιότητες και τα μυστικά τους, τους αγγέλους από ασήμι που τρέφονται με τους ύμνους στον Κύριο, την απονομή των βραβείων στις σχολές, τα αγάλματα πουλιών και βασιλέων που υπάρχουν στην καρδιά των πυραμίδων, τη σκιά του ταύρου που κρατάει τη Γη, καθώς και του ψαριού κάτω απ' τον ταύρο, τις ερήμους του Θεού του Φιλεύσπλαχνου. Είδε πράγματα που δεν περιγράφονται, όπως τους δρόμους που φωτίζονται με γκάζι, ή την φάλαινα που πεθαίνει όταν ακούει ανθρώπινη κραυγή. Μια φορά, με πρόσταξε να του δείξω την πόλη που τη λένε Ευρώπη. Του έδειξα τον κεντρικό της δρόμο, και θαρρώ πως σ' αυτό το πολύβουο ποτάμι των ανθρώπων, που όλοι τους φορούσαν μαύρα και πολλοί ήταν με γυαλιά, είδε για πρώτη φορά τον Μασκοφόρο.
Από τότε, αυτός ο Μασκοφόρος, που πότε φορούσε σουδανέζικα και πότε στρατιωτική στολή αλλά είχε πάντα ένα πανί στο πρόσωπο, δεν έλειψε ποτέ από κανένα όραμα. Δεν μπορούσαμε ούτε να τον αποφύγουμε, μα ούτε και να καταλάβουμε ποιός ήταν. Πρέπει να σας πω, ότι τα είδωλα αυτού του καθρέφτη, που στην αρχή ήταν στιγμιαία ή ακίνητα, τώρα ήταν πιο σύνθετα΄ με υπάκουαν αμέσως, κι ο τύραννος τα έβλεπε όλα πεντακάθαρα. Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η ιστορία μας εξαντλούσε και τους δυο. Άλλη αιτία κόπωσης ήταν και ο αποτρόπαιος χαρακτήρας ορισμένων σκηνών: τιμωρίες, εκτελέσεις, ακρωτηριασμοί, απολαύσεις του σκληρού και του δήμιου.
Έτσι φτάνουμε στο ξημέρωμα της 14ης μέρας του Μπαρμαχάτ. Ο κύκλος από μελάνι ήταν στη φούχτα του Γιακούμπ΄ το λιβάνι, στο μαγκάλι΄ τα ξόρκια, στάχτη. Ήμαστε μόνοι οι δυο μας. Ο Φιλάσθενος μου παράγγειλε να του δείξω μιαν αμείλικτη και δίκαιη τιμωρία, γιατί η καρδιά του, εκείνη τη μέρα, ήθελε να δει ένα θάνατο. Του έδειξα τους στρατιώτες με τα ταμπούρλα τους, το τεντωμένο πετσί, τους πανευτυχείς θεατές, το δήμιο με τη σπάθα της δικαιοσύνης. Ξαφνιάστηκε όταν τον αναγνώρισε, και μου είπε: "Μα είναι ο Αμπού Κιρ, αυτός που εκτέλεσε τον αδερφό σου τον Ιμπραήμ, κι ο ίδιος που θα σφραγίσει τη μοίρα σου όταν θα χω μάθει πια τον τρόπο να εμφανίζω αυτά τα οράματα χωρίς να σε χρειάζομαι". Μου ζήτησε να φέρουν τον κατάδικο. Όταν τον έφεραν, σώπασε, γιατί ήταν το μυστηριώδες πρόσωπο με το άσπρο πανί. Με πρόσταξε, πριν τον σκοτώσουν, να του βγάλουν την μάσκα. Ρίχτηκα στα πόδια του και του είπα: "Ω βασιλιά του Χρόνου  ουσία και σύνολο του αιώνα, αυτή η μορφή δεν είναι σαν τις άλλες, γιατί μήτε το ονομά του ξέρουμε, μήτε τ' όνομα των προγόνων του μήτε την πατρίδα του, και δεν τολμώ να επέμβω μήπως κάνω κάποιο λάθος για το οποίο θα χρειαστεί να δώσω λόγο" Ο Φιλάσθενος έβαλε τα γέλια κι ορκίστηκε πως, αν γινόταν κάποιο λάθος, το κρίμα θα το' παιρνε πάνω του. Το ορκίστηκε στο σπαθί του και στο Κοράνι. Τότε, πρόσταξα να γδύσουν τον κατάδικο, να τον δέσουν στο τεντωμένο πετσί και να του βγάλουν τη μάσκα. Έτσι κι έγινε. Τα έντρομα μάτια του Γιακούμπ μπόρεσαν επιτέλους να δουν εκείνο το πρόσωπο: ήταν το δικό του. Ο φόβος τον πλημμύρισε κι η τρέλα. Του έπιασα το τρεμάμενο δεξί του χέρι με το δικό μου που δεν έτρεμε, και τον πρόσταξα να συνεχίσει να βλέπει την εκτέλεσή του. Ο καθρέφτης τον είχε κυριεύσει: δεν έκανε ούτε καν προσπάθεια να σηκώσει τα μάτια ή να χύσει το μελάνι. Όταν, στο όραμα, η σπάθα έπεσε πάνω στο ένοχο κεφάλι, βόγκηξε με μια φωνή που μ' άφησε ασυγκίνητο, και κυλίστηκε στο πάτωμα, νεκρός.
Δόξα σ' αυτόν που δεν πεθαίνει και κρατάει στα χέρια του τα δυο κλειδιά της απεριόπιστης Συγγνώμης και της αιώνιας Τιμωρίας.

Από το βιβλίο Τhe Lake Regions of Equatorial Africa
του Ρίτσαρντ Φράνσις Μπέρτον.   

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Robert Herrick, To the Virgins, to Make Much of Time


To the Virgins, to Make Much of Time
 
Gather ye rosebuds while ye may,
Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the Sun,
The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
Time still succeed the former.

Then be not coy, but use time;
And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
You may forever tarry.
 Robert Herrick (1591–1674)

Στις Παρθένες, Να Ζήσουν το Σήμερα

Μάζεψε τα μπουμπούκια όσο μπορείς
Ο χρόνος μακριά πετάει
Και το λουλούδι που σήμερα γελά
Αύριο θα ξεψυχάει.

Το ένδοξο μάτι τ' ουρανού, ο ήλιος
Όσο ψηλότερα ανατέλει

Τη δύση φέρνει πιο κοντά
Κι η νύχτα βασιλεύει.

Τα πρώτα χρόνια είναι καλά
Που η νιότη και το αίμα βράζει
Μα δυστυχώς περνούν
Κι ο χρόνος που ξοδεύτηκε ποτέ δεν επιστρέφει.

Γι' αυτό μη χάνεις τον καιρό, καθόλου μη διστάζεις
Όσο είσαι ακόμα νεαρή το γάμο να ετοιμάζεις
Της ομορφιάς σου τον ανθό για πάντα σαν τον χάσεις
Ζωή μοναχική θα πρέπει να περάσεις.

Μετάφραση: Μ. Γ.

To the Virgins, to Make Much of Time

  by Robert Herrick
Gather ye rosebuds while ye may,
   Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
   Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the sun, 
   The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
   And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
   When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
   Times still succeed the former. 

Then be not coy, but use your time,
   And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
   You may forever tarry.    
- See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/15923#sthash.8ueEwpS2.dpuf

To the Virgins, to Make Much of Time

  by Robert Herrick
Gather ye rosebuds while ye may,
   Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
   Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the sun, 
   The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
   And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
   When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
   Times still succeed the former. 

Then be not coy, but use your time,
   And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
   You may forever tarry.    
- See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/15923#sthash.8ueEwpS2.dpuf

To the Virgins, to Make Much of Time

  by Robert Herrick
Gather ye rosebuds while ye may,
   Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
   Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the sun, 
   The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
   And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
   When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
   Times still succeed the former. 

Then be not coy, but use your time,
   And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
   You may forever tarry.    
- See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/15923#sthash.8ueEwpS2.dpuf

To the Virgins, to Make Much of Time

  by Robert Herrick
Gather ye rosebuds while ye may,
   Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
   Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the sun, 
   The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
   And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
   When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
   Times still succeed the former. 

Then be not coy, but use your time,
   And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
   You may forever tarry.    
- See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/15923#sthash.8ueEwpS2.dpuf

To the Virgins, to Make Much of Time

  by Robert Herrick
Gather ye rosebuds while ye may,
   Old Time is still a-flying;
And this same flower that smiles today
   Tomorrow will be dying.

The glorious lamp of heaven, the sun, 
   The higher he's a-getting,
The sooner will his race be run,
   And nearer he's to setting.

That age is best which is the first,
   When youth and blood are warmer;
But being spent, the worse, and worst
   Times still succeed the former. 

Then be not coy, but use your time,
   And while ye may, go marry;
For having lost but once your prime,
   You may forever tarry.    
- See more at: http://www.poets.org/viewmedia.php/prmMID/15923#sthash.8ueEwpS2.dpuf

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Carpe Diem, Οράτιος, Μετάφραση στα ελληνικά

 Ad Leuconoen

Tu ne quaesieris, scire nefas, quem mihi, quem tibi
finem di dederint, Leuconoe, nec Babylonios
temptaris numeros. ut melius, quidquid erit, pati.
seu pluris hiemes seu tribuit Iuppiter ultimam,
quae nunc oppositis debilitat pumicibus mare Tyrrhenum:
sapias, vina liques et spatio brevi
spem longam reseces. dum loquimur, fugerit invida
aetas: carpe diem, quam minimum credula postero.


Στην Λευκονόη 

Μη ρωτάς (απαγορεύεται να ξέρεις), Λευκονόη, 
τι τέλος οι θεοί έχουν ορίσει για σένα και για μένα -
και μη ζητάς με Βαβυλώνιες αστρομαντείες να το μάθεις.
Πόσο καλύτερο είναι να υπομείνεις όσα θα 'ρθούν!
Αν ο Δίας σου χαρίσει πολλούς ακόμα χειμώνες 
ή αν είναι αυτός ο τελευταίος μας που τσακίζει το κύμα το Τυρρηνικό 
στ' αντικρινά τα βράχια - φρόνιμη να 'σαι, 
πιές το κρασί και μετρίασε τις μακρινές τις προσδοκίες γιατί η ζωή είναι σύντομη.
Όσο μιλάμε, φθονερός ο χρόνος, έχει ήδη πετάξει: 
Ζήσε το τώρα, εμπιστευόμενη όσο το δυνατόν λιγότερο το μέλλον.

Οράτιος (65-8 π.Χ.), Ωδές Ι, 11, Μετάφραση: Μ. Γ.